Καππαδοκία 2005

Αραβισσός, Καρβάλη, Σινασσός, Μαλακοπή, Καισάρεια. Ονόματα πόλεων απροσδιόριστα οικεία. Είμαστε σίγουροι ότι τα έχουμε ακούσει στο παρελθόν αλλά δεν μπορούμε να πούμε τίποτα περισσότερο γι’ αυτά. Είναι πόλεις μικρές και μεγάλες που βρίσκονται στην Τουρκία και πιο συγκεκριμένα στην κεντρική Ανατολία. Ανήκουν στην Καππαδοκία. Τώρα όλα αρχίζουν να ξεκαθαρίζουν και μνήμες ανασύρονται μαζί με παλιές διηγήσεις και ιστορίες για τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας και το «λίκνο της Ορθοδοξίας».

Το ταξίδι μας με προορισμό την ιστορική Καππαδοκία ξεκίνησε στις αρχές Αυγούστου 2005 από την Αθήνα. Ο Παναγιώτης και η Βίκυ περνώντας από τη Θεσσαλονίκη συναντήθηκαν με τον Μιχάλη και τη Ζωή και μαζί ξεκίνησαν για την Ορεστιάδα και τα σύνορα με την Τουρκία.

Οι δυνατές εντυπώσεις ξεκινούν με το αντίκρισμα του Τουρκικού φυλακίου λίγα μέτρα μετά τις Καστανιές. Αγάλματα και εικόνες του Ατατούρκ μας κοιτούν από παντού ενώ Τούρκοι φαντάροι, οι μισητοί εχθροί μας;, μας καλωσορίζουν προσπαθώντας να μιλήσουν ελληνικά. Αφήνοντας πίσω τις απλές και σύντομες διατυπώσεις ξεκινάμε την πορεία μας στην Τουρκία από το φτωχικό χωριουδάκι δίπλα στα σύνορα. Οι γυναίκες με τις μαντίλες και οι πινακίδες των αυτοκινήτων μας βάζουν αμέσως σε διαφορετικό κλίμα. Είναι η στιγμή που το ταξίδι αρχίζει πραγματικά.

Πρώτη μεγάλη πόλη που συναντούμε η Αδριανούπολη (Edirne), παλαιά πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με το Selimiye τζαμί να κερδίζει από κάθε απόσταση και γωνία την προσοχή μας. Η αίσθηση της Ανατολής αρχίζει να γίνεται έντονη και εμείς μπαίνουμε στον Ε80 και αρχίζουμε να οδηγούμε βιαστικά για να καλύψουμε τα 700 περίπου χιλιόμετρα που μας χωρίζουν από την ‘Αγκυρα και την πρώτη μας διανυκτέρευση στην Τουρκία.

Καθώς πλησιάζουμε στην Πόλη η κίνηση πυκνώνει και η προσοχή μας εντείνεται. Περνώντας από τη βόρεια γέφυρα στην Ασία μόλις που προλαβαίνουμε να ρίξουμε μια γρήγορη ματιά στο στενό του Βοσπόρου. Συνεχίζουμε το ταξίδι μας χωρίς απρόοπτα και το απόγευμα φτάνουμε στην ‘Αγκυρα.

Πρώτη εντύπωση από την Τουρκική πρωτεύουσα η έλλειψη βιομηχανικής ζώνης στα περίχωρα. Τα κτίρια ξεκινούν ξαφνικά και σε λίγα λεπτά χανόμαστε στο κέντρο της πόλης με την θορυβώδη εξαντλητική κίνηση. Πινακίδες ανύπαρκτες και η εύρεση του ξενοδοχείου μας μια μικρή περιπέτεια. Οι Τούρκοι πολύ εξυπηρετικοί και ευγενικοί δίνουν λύση στο πρόβλημα και σε λίγη ώρα βρισκόμαστε να απολαμβάνουμε το δείπνο μας στο κάστρο της ‘Αγκυρας με ηχητική υπόκρουση το κάλεσμα του ιμάμη για προσευχή.

Αφιερώνουμε μία ημέρα στα περιορισμένα σε αριθμό αξιοθέατα της πόλης με κυριότερο το πολύ ενδιαφέρον μουσείο των Ανατολικών Πολιτισμών. Ο επιβλητικός χώρος με τους δέκα θόλους, παλαιά Οθωμανική αγορά χτισμένη το 15ο αιώνα, στεγάζει τα σημαντικότερα στοιχεία της ανθρώπινης ιστορίας της Μικράς Ασίας. Η ιστορία εδώ ξεκινάει το 7500 π.Χ. την παλαιολιθική εποχή και με την παρουσία των Ασσυρίων, των Χετταίων, των Φρυγών, των Λυδών, των Ιώνων, των Περσών, των Ελλήνων του Αλεξάνδρου, των Ρωμαίων και των Βυζαντινών καταλήγει στην εμφάνιση των Σελτζούκων Τούρκων το 1077μ.Χ. και στη σημερινή εποχή.

Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της Τουρκικής κοινωνίας σήμερα, η συνύπαρξη-σύγκρουση του Ανατολικού με το Δυτικό τρόπο ζωής, βρίσκει στην ‘Αγκυρα τον κυριότερο χώρο έκφρασής του. Οι μαντίλες, τα χαμηλά βλέμματα και το βιαστικό περπάτημα των γυναικών στο κέντρο και στο Ulus εξαφανίζονται ως δια μαγείας στο κοντινό Kyzilay των μοντέρνα ντυμένων φοιτητών και των νεανικών μαγαζιών όπου η μουσική καλύπτει με άνεση την προσπάθεια του ιμάμη από το γειτονικό τζαμί.

Η πάλη με την κίνηση ξαναρχίζει την επόμενη ημέρα αυτή τη φορά για να βγούμε από την πόλη με κατεύθυνση την Καππαδοκία. Κομμάτια του δρόμου προς Kirikkale-Kirsehir σε πολύ κακή κατάσταση μας υπενθυμίζουν όσα είχαμε διαβάσει στο internet πριν το ταξίδι για την οδική ασφάλεια στην Τουρκία και την υψηλή θνησιμότητα από τα τροχαία ατυχήματα. Της ασταθούς κατάστασης ηγούνται τα εξαθλιωμένα φορτηγά που ακολουθούμενα από σύννεφα πυκνού μαύρου καπνού προσπαθούν να προσπεράσουν το ένα το άλλο με διαφορά ταχύτητας που δεν ξεπερνά τα 3-4 χλμ. την ώρα αδιαφορώντας για τα άλλα οχήματα.

Προχωρώντας βαθύτερα στο πλατώ της κεντρικής Ανατολίας ο ορίζοντας ανοίγει και οι επίπεδες εκτάσεις χάνονται στο βάθος μην αφήνοντας το ασυνήθιστο από τα μεγέθη μάτι να ξεκουραστεί πουθενά. Το απόγευμα συναντούμε για πρώτη φορά την Αραβισσό (Gulsehir). Το τοπίο γλυκαίνει, η βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Ιωάννη (13ος αιώνας) με τις εξαιρετικές αγιογραφίες και το Open Palace με το σκαμμένο στο βράχο μοναστήρι κλέβουν την παράσταση ενώ οι τρωγλοδυτικές κατοικίες στα περίχωρα της πόλης μας δίνουν μια μικρή ιδέα για τη συνέχεια.

Επόμενος σταθμός μας, η καρδιά της Καππαδοκίας, το εθνικό πάρκο Goreme (Κόραμα) με το ομώνυμο χωριό στο οποίο σχεδιάζουμε να μείνουμε τις επόμενες ημέρες. Στην είσοδο της περιοχής η πορεία μας ανακόπτεται αναγκαστικά από τη μεγαλειώδη άγρια ομορφιά του Uchisar. Είναι αδύνατον να μην σταματήσεις στη θέα του βράχου που σκαμμένος σε κάθε του σημείο παραπέμπει σε σκηνικό ταινίας εξωγήινου κόσμου. Το πολύχρωμο παζάρι και οι καμήλες στη ρίζα του δυναμώνουν τις εντυπώσεις που μάταια οι φωτογραφικές μας μηχανές προσπαθούν να εγκλωβίσουν. Μπροστά μας τώρα απλώνεται η κοιλάδα του Goreme με τους εκπληκτικής ομορφιάς γεωλογικούς σχηματισμούς που καμία εικόνα που είχαμε δει δεν είχε καταφέρει να περιγράψει. Τα χιλιάδες χρόνια της ηφαιστειακής δραστηριότητας άφησαν πετρώματα που διαβρωμένα από τις σκληρές καιρικές συνθήκες του οροπεδίου σχημάτισαν την σημερινή μοναδική εικόνα . Ο μαλακός πωρόλιθος και η ανυπαρξία ξυλείας στην ευρύτερη περιοχή οδήγησαν τους κατοίκους από την αρχαιότητα στο σκάψιμο, με εργαλεία τα σκληρότερα ηφαιστειακά πετρώματα, και στη δημιουργία σπηλιών-τρωγλών για κατοικία και προστασία. Σπίτι μας στο Goreme έγινε για λίγο ο χαρακτηριστικός ξενώνας Fairy Chimney Inn του Andus και της Gulchen Edgme. Ο Andus, γερμανικής καταγωγής ανθρωπολόγος με διδακτορικό στην «Ανταλλαγή πληθυσμών» αποτέλεσε πολύ σημαντική πηγή πληροφοριών και γνώσεων για μας. To Inn στεγάζεται στο χώρο που κάποτε ήταν το κελάρι και οι χώροι επεξεργασίας κρασιού ενός μοναστηριού. Αποτελείται από πολλά δωμάτια και χώρους σε διαφορετικά επίπεδα μέσα στο βράχο και από μόνο του συνιστά μια εμπειρία της Καππαδοκίας.

Εντυπωσιακή δραστηριότητα στην περιοχή τα τελευταία χρόνια οι πτήσεις με αερόστατα. Εικόνα από τα αγαπημένα βιβλία του Ιουλίου Βερν, περνούν αργά από πάνω σου διακόπτοντας με το βρυχηθμό της φλόγας τους την πρωινή ησυχία. Οι επόμενες ημέρες αφιερώνονται στη εξερεύνηση της περιοχής που δείχνει ανεξάντλητη. Το Open Air Museum είναι ο πρώτος χώρος που επισκεπτόμαστε. Μνημείο Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας αποτελείται από δεκάδες βυζαντινές εκκλησίες, παρεκκλήσια και μοναστήρια που συγκέντρωσαν πιστούς απ’ όλο τον κόσμο μεταξύ του 4ου και του 13ου αιώνα. Η πυκνότητα των σκαμμένων στον μαλακό πωρόλιθο μνημείων είναι η μεγαλύτερη στην Καππαδοκία και η ύπαρξη χώρων συνεστιάσεων σε πολλά απ’ αυτά μαρτυρεί την απαρχή του οργανωμένου μοναστικού βίου. Φανταζόμαστε χίλια χρόνια πριν τους μοναχούς απομονωμένους, ζώντας σε σκληρές συνθήκες να λαξεύουν το βράχο για να δημιουργήσουν χώρους προσευχής και λατρείας με θαυμαστά αποτελέσματα. Η λίγη κόκκινη μπογιά προσθέτει τις εικόνες και τα σύμβολα της πίστης.

Εξαιρετική αναψυχή για τον επισκέπτη αποτελεί η περιήγηση στις αναρίθμητες κοιλάδες του εθνικού πάρκου. Η ‘Ασπρη, η Κόκκινη, η Ροζ, η κοιλάδα των Σπαθιών και της Αγάπης προσφέρονται κυρίως για περπάτημα. Ανάμεσά τους όμως ξεχωρίζει με διαφορά η κοιλάδα Devrent. Καλύτερη ώρα το απόγευμα με τα ζεστά κόκκινα χρώματα και τις μεγάλες σκιές από τα Fairy Chimneys να δημιουργούν μια αξέχαστη εμπειρία. Το Αβανός στην βόρεια άκρη του πάρκου βρίσκεται μοιρασμένο στις όχθες του ‘Αλυ ποταμού που μεταφέρει αργά με τα νερά του την κόκκινη πρώτη ύλη για τα φημισμένα κεραμικά της περιοχής που μιμούνται σε σχήμα και χρώμα τα φυσικά αξιοθέατα. Η Σινασσός (Mustafapasa) ακολουθεί και είναι η αίσθηση της παρουσίας του Ελληνικού στοιχείου στο παρελθόν που γίνεται έντονη περπατώντας στους δρόμους αυτής της γλυκιάς πόλης. Όμορφα Ελληνικά σπίτια που έχουν μετατραπεί σε εστιατόρια δεν προσπαθούν να κρύψουν την ιστορία τους.

Μετά από προτροπή του Andus αφήνουμε για λίγο το κέντρο του ταξιδιού μας και κατευθυνόμαστε νοτιοδυτικά με στόχο ένα από τα πολλά ηφαίστεια της περιοχής το GolluDag (Γκόλι-Ντα). Ο δρόμος μας περνάει από το μικρό χωριό Kumurcu. Εικόνες βγαλμένες από ντοκιμαντέρ πλημμυρίζουν τα μάτια μας. Πλίθινα σπίτια με χώμα για πάτωμα. Παιδιά ξυπόλητα, ντυμένα φτωχικά, γελώντας και φωνάζοντας περικυκλώνουν τα αυτοκίνητά μας και μας αναγκάζουν να σταματήσουμε για λίγο. Με δυσκολία περνάμε από το χωριό και τα παιδιά που τρέχουν πίσω μας σταματούν μόνο όταν μπαίνουμε στην ξερή κοίτη του ποταμού που είναι και η αρχή του δρόμου για την κορυφή του ηφαιστείου. Δεξιά και αριστερά μας σωροί οψιδιανού σε ποσότητες τεράστιες μαρτυρούν την γεωλογική ζωντάνια της περιοχής. H μοναδικότητα του GolluDag οφείλεται στα ανεξήγητα κτίσματα των Χετταίων στην κορυφή και τα αναπάντητα ερωτήματα για τη φύση τους μέχρι σήμερα, μας δίνουν την ευκαιρία να κάνουμε τις δικές μας συναρπαστικές υποθέσεις και να αισθανθούμε για λίγο σαν αρχαιολόγοι και πρωτοπόροι εξερευνητές. Η θέα από ψηλά μοναδική. Δεκάδες ηφαίστεια σπαρμένα στο οροπέδιο παραμένουν σιωπηλά τα 4000 τελευταία χρόνια και η οροσειρά του Ταύρου στα νοτιοανατολικά φράζει τον ορίζοντα.

Το μέγεθος και η επιβλητική όψη της οροσειράς τράβηξε σαν μαγνήτης την προσοχή μας και αποφασίστηκε μια μικρή εξερεύνηση. Η απόσταση από τη βάση μας 170 χλμ. περίπου αλλά η πρόσβαση με δυσκολίες απαίτησε μια ολόκληρη ημέρα. Ο Ταύρος εντυπωσιακός, βραχώδης και πολύ διαφορετικός από τα δικά μας βουνά διασχίζεται από τον ποταμό Zamanti. Η θερμοκρασία ξεπερνά εύκολα τους 40 βαθμούς και μας υπενθυμίζει ότι προχωρήσαμε αρκετά προς το νότο. Εκπληκτικής ομορφιάς οι καταρράκτες Kapuzbasi μας κρατούν αρκετή ώρα κοντά τους. Οι πιο θαρραλέοι κατεβαίνουν και πλησιάζουν προς το σημείο που το νερό από ύψος 50 μέτρων χτυπά με απίστευτη δύναμη το έδαφος. Αίσθηση που σε ζαλίζει και δοκιμάζει την προσπάθειά σου για ισορροπία. Ένας μικρός οικισμός πιο δίπλα με τον ξύλινο υποτυπώδη μιναρέ του τονίζει έντονα την αντίθεση μεταξύ της δυτικής Τουρκίας, με την ευρωπαϊκή προοπτική, και της στάσιμης στο παρελθόν ανατολικής.

Επιστρέφοντας στην Καππαδοκία σημαντικά τεχνητά μνημεία συνιστούν και οι υπόγειες πόλεις με γνωστότερη αυτή του Kaymakli που με βάθος που φτάνει τα 80 μέτρα και τους 12 ορόφους αποτελεί ευκαιρία για διασκεδαστική εξερεύνηση. Η ανυπαρξία πολλών αντικειμένων καθημερινής χρήσης προβληματίζει τους αρχαιολόγους και ιστορικούς για το αν πράγματι ήταν κατοικήσιμες πόλεις ή προσωρινά καταφύγια από εχθρικές επιδρομές.

Η Guzelyurt, η ελληνική Καρβάλη, αποτελεί τη σημαντικότερη κωμόπολη στα νοτιοδυτικά της Καππαδοκίας. Η ενέργεια της δραστήριας Ελληνικής κοινότητας της περιοχής δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από την παραμελημένη όψη της σημερινής πόλης. Από τους σημαντικότερους τόπους επίσκεψης το φαράγγι του μοναστηριού και η εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού ενός από τους Πατέρες της εκκλησίας. Ενθαρρυντικό στοιχείο για το μέλλον της Καρβάλης η πρόσφατη ανακήρυξη της σε διατηρητέα.

Έντονη συναισθηματικά στιγμή του ταξιδιού μας η επίσκεψη στο Akdagmagdeni. Η σημερινή πόλη των 20 χιλιάδων κατοίκων, 250 χλμ. βορειοανατολικά του Goreme, ιδρύθηκε από Έλληνες μεταλλωρύχους που από τον Πόντο εγκαταστάθηκαν εδώ για την εξόρυξη σιδήρου τον 18ο αιώνα. ‘Ακμασε το 19ο αιώνα και γνώρισε την θλιβερή στιγμή της το 1924 με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Μαζί με τους ξεριζωμένους Έλληνες και οι παππούδες του Μιχάλη που με άλλες 80 οικογένειες εγκαταστάθηκαν τότε στην Βυρώνεια Σερρών. Η ελληνική παρουσία θαμμένη κάτω από τα κτίρια της σύγχρονης πόλης χάθηκε οριστικά και η ασυνήθιστοι στους επισκέπτες κάτοικοι δημιούργησαν για μας μια αφιλόξενη ατμόσφαιρα. Κάποιος ντόπιος μας κυνηγούσε από πίσω για να μας δείξει τελικά ένα άλμπουμ με φωτογραφίες από όλα τα Ελληνικά στοιχεία που απέμειναν. Δεν καταφέραμε να συνεννοηθούμε με τις γλώσσες που γνωρίζουμε. Παράξενη η επιμονή του! Ελληνικό αίμα που έμεινε εκεί; Ποιος ξέρει;

Καθώς το ταξίδι μας πλησιάζει στο τέλος του και με την επιστροφή μας άμεσα μπροστά μας η καθημερινή μας ζωή, ξεχασμένη και κλεισμένη στο βάθος του μυαλού μας τις τελευταίες 15 ημέρες, αναδύεται σιγά-σιγά και πάλι. Περιμέναμε ότι αυτό θα μας γέμιζε στενοχώρια και θλίψη για το ταξίδι που τελειώνει. Το αντίθετο όμως. Η προσμονή της συνάντησης με τους ανθρώπους μας και της προσπάθειας να μοιραστούμε μαζί τους τις εμπειρίες και τις εικόνες που συγκεντρώσαμε, μας έδωσε μεγάλη χαρά. Οδηγώντας στην διαδρομή της επιστροφής μια αίσθηση πληρότητας, ικανοποίησης και ευτυχίας μας διακατέχει για τη μοναδική ευκαιρία που είχαμε να γνωρίσουμε από κοντά τον τόπο και τις πόλεις της Καππαδοκίας. Ταξίδι συναρπαστικό που θα θέλαμε άμεσα να το επαναλάβουμε. Πότε; Ποιος ξέρει, ίσως του χρόνου.

Παναγιώτης Μαρκολέφας

Αρχείο μηνυμάτων του ταξιδιού: